- αποκέντησις
- ἀποκέντησις, η (Α)το να διατρυπά κάποιος κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀποκέντησιν — ἀποκέντησις piercing fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԽՈՑՈՏՈՒՄՆ — (տման.) NBH 1 0982 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 10c, 12c գ. ἁποκέντησις compunctio եւն. Խոցոտելն, եւ իլն (ըստ ամենայն առման). *Սկսաւ եփրեմ հանել ʼի խոցոտումն զորդիս իւր. Ովս. ՟Թ. 13: *սուր իւր սրեալ է քեզ ʼի խոցոտումն. Լմբ. սղ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ἀποκεντήσεων — ἀποκεντήσεω̆ν , ἀποκέντησις piercing fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)